σκαντήλι(ο)

σκαντήλι(ο)
το, Ν
ναυτ. καθένας από τους αφαιρετούς στυλίσκους τής εξωτερικής σκάλας τού πλοίου πάνω στους οποίους στηρίζεται το σχοινί τού χειραγωγού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Alonissos — Gemeinde Alonnisos Δήμος Αλοννήσου (Αλόννησος) DEC …   Deutsch Wikipedia

  • Alonnisos — Gemeinde Alonnisos Δήμος Αλοννήσου (Αλόννησος) …   Deutsch Wikipedia

  • Nördliche Sporaden — (Βόρειες Σποράδες) Lage der Inseln Gewässer Ägäisches Meer …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”